Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

ΝΕΟΕΛΛΗΝΑΚΙΑ

Θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα περιστατικό που συνέβη πρόσφατα με ένα φίλο που του προσέφερα δουλειά για μερικές μέρες στο κτήμα του πατέρα μου.
Σκεπτόμενος αγνά και θέλοντας να βοηθήσω τον φίλο μου, θεωρώντας ότι χρειάζεται το μεροκάματο, λέω του πατέρα μου «γιατί να μην δώσουμε τα μεροκάματα που θα δίναμε σε Aλβανούς, στο παλικάρι; Αφού και εγώ θα μαι εδώ για να βοηθήσω θα τη βγάλουμε τη δουλειά.»
Ο πατέρας μου, σκεπτικός και δύσπιστος όπως πάντα, με ρώτησε κάνα δυο φορές, αν θα τα καταφέρει, αν θα αντέξει, η δουλειά είναι δύσκολη, δεν είναι αυτός για τέτοια, βάλε και τον καύσωνα των ημερών, τέλος πάντων, τον πείθω ότι ο φίλος έχει όρεξη και η δουλειά θα βγει εις πέρας.
Αφού λοιπόν επικοινωνώ μαζί του, να του εξηγήσω τι θα κάνουμε, για πόσο καιρό και ποσά θα πάρει, μου λέει «έκλεισε φίλε, είμαι μέσα με τα χίλια».
Φτάνουμε στην προηγούμενη μέρα πριν την έναρξη της δουλειάς, έχω κανονίσει να πάω να τον πάρω από το σπίτι του στην πόλη, να τον φέρω στο χωριό,
γιατί έπρεπε να ξυπνάμε χαράματα κάθε μέρα, μετά τις 10-11 δεν μπορείς να δουλεύεις έξω με τόση ζέστη.
Στην διαδρομή για την πόλη, με καλεί στο τηλέφωνο και μου ανακοινώνει το εξής: «Ρε συ, δεν σου είπα, είχα πάθει ένα διάστρεμμα στο πόδι εδώ και κάνα μήνα, δεν το έχω προσέξει και χθες που πήγα να περπατήσω με ξαναενόχλησε…».
Πίστεψα ότι υπερέβαλλε και δεν πολυέδωσα σημασία, του λέω ότι είναι δυνατός, θα τα καταφέρουμε μαζί και να μην ανησυχεί.
Φτάνω λοιπόν στο σπίτι του, και ο τύπος ξεκινάει στο ίδιο κλαψομούνικο τροπάριο: «Και είχα στραβοπατήσει, και με πέθανε στον πόνο χθες το βράδυ, και μ@λακία που δεν στο ανέφερα νωρίτερα, θέλω να δουλέψω αλλά δεν αξίζει να έρθω και να αφήσω στη μέση τη δουλειά αν με ξαναπονέσει, τι να κάνω ρε συ; Και καλύτερα ας μην έρθω ρε φίλε, χίλια συγγνώμη, αύριο θα πάω να κάνω αξονική κλπ.. ‘ .
Ξανασκεπτόμενος αφελώς, αλλά απογοητευμένος μέσα μου αυτή τη φορά, του λέω πως καλύτερα να κάτσει να αναρρώσει τότε αλλά κρίμα που θα χάσει το μεροκάματο (50 ευρώ ημερησίως).
Η μάνα μου, εν τω μεταξύ, ήταν παρούσα στο σκηνικό, και σαν αλεπού που είναι, μου κάνει στο γυρισμό: «Ρε μπας και κατάλαβε τι θα τον περίμενε με την δουλειά και έκοψε πέρα ο κηφήνας;»
Εγώ το χαϊβάνι συνεχίζω: «Όχι, ρε συ μάνα, είναι αλήθεια πως είναι δουλευταράς, τρέχει σε όλη την Αθήνα και, αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος, δεν θα έχανε το μεροκάματο.»
Περνάνε μερικές μέρες -αφού τελείωσε η δουλειά και τα μεροκάματα πήγανε τελικά σε Αλβανούς- βρίσκω ένα βράδυ ένα κοινό μας φίλο.
Φτάνει η συζήτηση στο συγκεκριμένο θέμα, και τι γυρνάει και μου λέει : «Τι διάστρεμμα, ρε μ@λάκα, αυτός εμένα μου είπε τις προάλλες ότι τελικά θα την πιστόλιαζε τη δουλειά! «.
Έπεσα από τα σύννεφα.
Πέρα από το γεγονός ότι μου είπε ψέματα, τον ξέρω από μικρό και τον θυμάμαι ανά περιστάσεις να λέει διάφορα ψέματα και βλακείες, απογοητεύτηκα και εξεπλάγην με το γεγονός ότι μετά από τόσες μ@λακίες μου είναι αδύνατον να τον εμπιστευτώ .
Επίσης, απογοητεύτηκα και με εμένα, λίγο πονηριά δεν έχεις ρε μ@λάκα λέω μέσα μου να δεις;
Να σε κοιτάει ο άλλος κατάματα, αραδιάζοντας το παραμύθι του, κι εσύ πέρα βρέχει.
Σαν μ@λάκας να προσφέρεις ένα αξιοπρεπές μεροκάματο -όπως και στέγαση και τροφή καθ’ολη τη διάρκεια της δουλειάς, στο σπίτι μου μέσα στη φύση- στην εποχή της γαλέρας και ο τύπος να σε κρεμάει στο δια ταύτα και όλα καλά και πισώπλατα να στο παίζει και μάγκας.
Και κάτσε άκου τον πατέρα σου μετά να βρίζει μέσα από τα δόντια του και με το δίκιο του.
Στα καπάκια, διαπίστωσα τελικά ότι ο φίλος που τον θεωρούσα και μεγαλόψυχο και δουλευταρά, έχει τον πατέρα του, που του τσοντάρει το 500άρικο το μήνα και αυτός να στο παίζει μεγάλο ταλέντο και δημιουργική και ελεύθερη ψυχή στην εναλλακτική σκηνή της πρωτεύουσας.
Το τρελό είναι ότι τα ψέματά του έρεαν άφθονα όλο αυτό το καιρό, τάχα μου «εμένα, φίλε, μόνο 100 ευρώ μου στέλνουν οι δικοί μου και μπορώ και βιοπορίζομαι ασυμβίβαστα με την τέχνη μου».
Και να σου λέει πως είσαι και αφερέγγυος γιατί θες να εγκαταλείψεις τη χώρα άρον άρον -για δεύτερη φορά- και δεν κάθεσαι να κάνουμε τέχνη μαζί.
Εν ολίγοις, ο παρτακισμός και η νεοελληνιά έχουν περάσει σαν ιός και στην νέα γενιά που ανήκω, παιδιά μιας μεσαίας τάξης που μεγάλωσαν με όλες τις ανέσεις, χωρίς να τους λείψει τίποτα από χόμπι, ταξίδια, κουλτούρα και πάμπολλα αντικείμενα.
Κι εσύ που βοηθάς στα χωράφια έναν άνθρωπο που κοντεύει 65 και ξέρει πως δεν θα μπορέσει να σταματήσει τουλάχιστον για καμιά δεκαετία ακόμη να σε έχουνε στο χαβαλέ, «παιδιά ο αγροτάκος μας, το παιδί της γης».
Έξι μήνες είμαι στην Αθήνα και έχω χορτάσει κουλτούρα και δηθενιά από κάτι τέτοια μαλακισμένα και, πλέον, φίλε πιτσιρίκο, μόνο να γελάσω μπορώ με την αφέλειά μου και την παράνοια του κόσμου αυτού.
Όλα τα μαμμόθρεφτα και μεταλλαγμένα νιάνιαρα, με πλάτες άλλων, να στο παίζουν μεγάλοι και τρανοί, ζώντας το όνειρο και τη καλλιτεχνική δημιουργία στην μπουρδελοχώρα.
Ό,τι αρπάξει ο κώλος μας και ας πέφτουν κορμιά δίπλα μας.
Εμείς κάνουμε τέχνη ρε μ@λάκα!
Με την ευγενική χορηγία των μπαμπάδων μας.
Άι στα διάλα, φτάνει, θα απολαύσω το καυτό καλοκαίρι και σιγά-σιγά πάλι θα πάρω το δισάκι στον ώμο και θα κόψω πέρα, για άλλες πολιτείες.
Να τα δω μετά όλα αυτά τα νεοελληνάκια, όταν τα παραδάκια τον μπαμπάδων τελειώσουν, τι θα απογίνουν.
Εύχομαι μόνο οι γονείς τους να είναι καλά και να δουλεύουν χωρίς αύριο για τους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσές τους που θέλουν να χτίσουν κάστρα στην άμμο.
Καλή τύχη παιδιά.
Να είσαι καλά.
ΜτΛ
(Αγαπητέ φίλε, από την ιστορία που μου γράψατε, εγώ καταλαβαίνω πως είχατε έναν άχρηστο φίλο και όχι πως οι νέοι Έλληνες δεν θέλουν να δουλέψουν. Χιλιάδες νέοι Έλληνες δουλεύουν σαν τα σκυλιά. Βλέπω τώρα, αυτή τη στιγμή που σας γράφω, εδώ που είμαι, πολλούς νέους -και όχι και τόσο νέους- Έλληνες να δουλεύουν μέσα στη ζέστη για το μεροκάματο. Να προσέχετε τις παρέες σας. Να είστε καλά.)




pitsirikos.

Δεν υπάρχουν σχόλια: